Σάιπρους: Φάιναλ Τεϊστινέισιον»
Πριν δυο χρόνια περίπου, που είχαμε βρεθεί για μια άλλη συνέντευξη, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το «Cyprus: Final Tastynation/Σάιπρους: Φάιναλ Τεϊστινέισιον» -από την «Α Bookworm Publication»- κατέφθασε κοντά μου κρατώντας το αγκαλιά, για να μου το χαρίσει απλόχερα. Ένα βιβλίο με δυο όψεις. Η μια στην αγγλική γλώσσα και η άλλη στην κυπριακή διάλεκτο. Ανοίγοντας το και διαβάζοντας το εισαγωγικό σημείωμα, μου κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον...«Το πιο πιθανόν να έβρεις τούτο το βιβλίο καταχωνιασμένο στο τμήμα με τα βιβλία μαγειρικής. Μεγάλο λάθος. Τεράστιο. Γιατί τούτο αγαπητέ αναγνώστη, δεν είναι βιβλίο μαγειρικής. Τούτον, είναι μια κυπριακή ιστορία για βασιλιάδες, χαρέμια, γοργόνες, καταραμένα αγαλματίδια τζαι πλαστικές παπηρούες. Σοβαρομιλώ, εν ούλλα δαμέσα. Κάποια που τούτα εν βασισμένα σε αληθινές ιστορίες, τζαι κάποια σε λλιόττερο αληθινές ιστορίες. Α, τζαι έσιει τζαι ένα μάτσο συνταγές μέσα, έτσι για γεμωσιάν». Το ίδιο κιόλας βράδυ, καθόμουν στο κρεββάτι και το διάβαζα. Δεν το ξεφύλλιζα απλώς, όπως κάνω συνήθως με τα βιβλία μαγειρικής, μέχρι κάποια συνταγή να μου κερδίσει την προσοχή. Γιατί όπως πολύ σωστά έγραψε και η Άρτεμις, δεν πρόκειται γι’ ένα βιβλίο μαγειρικής. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, όταν το έχει γράψει μια γυναίκα που λέει πως αν η ψυχή της άλλαζε ποτέ σώμα, θα κατέληγε σ’ εκείνον «ενός γενειοφόρου νταλικέρη, με κύρια ενδιαφέροντα τον χορό ντίσκο, οτιδήποτε έσσιει ασημούθκια πάνω τζαι κοκτέιλ με ομπρελλούες»;
Σε πετυχαίνω σε μια εντελώς διαφορετική φάση από εκείνη που σε άφησα την τελευταία φορά. Κάποιος, ίσως, να σε αποκαλούσε «τρελή» που άφησες τη μονιμότητα της τραπεζικής υπαλλήλου. Εγώ, πάλι, θα σε ρωτήσω ποια ανάγκη σε οδήγησε σ΄αυτή την κομβική απόφαση στη ζωή σου;
Δουλεύοντας στην τράπεζα, εξ’ αρχής, ένιωθα σαν το ψάρι έξω από το νερό. Ποτέ δεν κατάφερα να αισθανθώ ότι βρήκα τη θέση μου εκεί. Όπως λέμε στα κυπριακά, «ετριβιτζιάζουμουν» συνέχεια. Όταν, όμως, σκεφτόμουν τα ωφελήματα και τη σταθερότητα που μου προσέφερε η συγκεκριμένη δουλειά, ήξερα ότι ήμουν πολύ τυχερή και προσπαθούσα να είμαι ευγνώμων. Μετά που γέννησα το δεύτερο παιδάκι μου και οι απαιτήσεις στο σπίτι πολλαπλασιάστηκαν, κι εγώ έπρεπε να επιστρέψω σε μια δουλειά που δεν μου άρεσε, άρχισα να «πνίγομαι». Το λεγόμενο «τριβίτζιασμα» άρχισε να παίρνει τόσο μεγάλες διαστάσεις, που σε κάποια φάση αρρώστησα. Όταν είδα ότι το σώμα μου άρχισε σιγά - σιγά να αντιδρά και να «κλείνει το μαγαζί», είπα στον εαυτό μου: «Φτάνει. Δεν φτιαχτήκαμε όλοι για τους ίδιους ρυθμούς και ο,τι θεωρείται θησαυρός για τον ένα, μπορεί να είναι φυλακή για τον άλλο». Και έτσι παραιτήθηκα, χωρίς plan B, χωρίς καμία ιδέα τι θα μου φέρει το αύριο.
Τώρα που είσαι στο σπίτι, αισθάνεσαι ότι τα έχεις βρει με την Άρτεμις;
Πώς να τα βρω μαζί της; Είναι τρελή η κοπέλα (γέλια). Σοβαρά μιλώντας, ναι, έχω ηρεμήσει αρκετά. Δεν πνίγομαι. Λειτουργώ με δικούς μου, πιο χαλαρούς ρυθμούς και μιας και δεν ξέρω πόσο καιρό θα διαρκέσει αυτή η φάση, προσπαθώ να απολαύσω την οικογένεια μου όσο περισσότερο μπορώ και να παίρνω την κάθε μέρα όπως έρχεται.
Τι είναι εκείνο που κάνεις στην παρούσα φάση και συνειδητοποιείς ότι σού είχε λείψει τα προηγούμενα χρόνια;
Κάνω όλα όσα έκανα και προηγουμένως. Απλώς, εκείνο που διαφέρει εντελώς, είναι ότι τα κάνω όλα αργά και χαλαρά. Δεν αισθάνομαι να με πιέζει ο χρόνος. Δεν νιώθω, δηλαδή, ότι χρειάζεται να κλέβω πολύτιμο χρόνο από τα παιδιά μου για να ανταποκριθώ στις αγγαρείες/απαιτήσεις του σπιτιού.
Το να ετοιμάσεις ακόμη ένα βιβλίο, είναι μέσα στα σχέδια σου;
Προς το παρόν, δεν το βλέπω. Έχω κάνει διάφορα «projects» στη ζωή μου και το βιβλίο ήταν ένα από αυτά. Αναλόγως με τι με απασχολεί την εκάστοτε στιγμή της ζωής μου αναλαμβάνω κάτι, παθιάζομαι, αφοσιώνομαι και μετά όταν αυτό ολοκληρωθεί, προχωρώ στο επόμενο. Όταν έγραψα το βιβλίο, είχα την ανάγκη να κάνω κάτι σύγχρονο, διαφορετικό και σίγουρα χιουμοριστικό για την Κύπρο. Το βιβλίο «Cyprus: Final Tastynation/Σάιπρους: Φάιναλ Τεϊστινέισιον» «γεννήθηκε» μέσα από αυτή την ανάγκη. Ένας Θεός ξέρει τι θα με συναρπάσει στην επόμενη φάση.
Τουλάχιστον, το «Cyprus: Final Tastynation/Σάιπρους: Φάιναλ Τεϊστινέισιον» αγκαλιάστηκε από το κοινό όσο θα ήθελες;
Πάρα πολύ. Είμαι τρομερά ευγνώμων, καθώς δεν περίμενα τέτοια αποδοχή. Η αλήθεια είναι ότι δεν το σκεφτόμουν ιδιαίτερα. Γνωρίζοντας τον απαισιόδοξο και αγχώδη εαυτό μου, αν έμπαινα στη διαδικασία εκ των προτέρων να σκεφτώ «αν θα αρέσει ή όχι», δεν θα το έγραφα ποτέ.
Ποιο ήταν το καλύτερο σχόλιο που άκουσες;
Άκουσα πολλά όμορφα και κολακευτικά λόγια τόσο από δικούς μου ανθρώπους, όσο και από αγνώστους. Για μένα, όμως, το καλύτερο σχόλιο προήλθε από μια κοπέλα που ζει εδώ και χρόνια στο εξωτερικό. Για μήνες περνούσε μια περίοδο στη ζωή της, γεμάτη πόνο, αρρώστια και απώλεια. Κάποιος της έστειλε το βιβλίο μου και η κοπέλα είπε ότι το διάβασε όλο μέσα σε μια νύχτα, γέλασε με την καρδιά της μετά από πολύ καιρό και ένιωσε σαν να είχε επιστρέψει, έστω και για λίγο, στη ζεστασιά του σπιτιού της και των δικών της στην Κύπρο. Στην τελική, αυτός ήταν και ο κύριος σκοπός του βιβλίου. Να αισθανθεί ο αναγνώστης την Κύπρο μέσα στο σπίτι του ή στην ψυχή του, με αγάπη και ζεστασιά.
Παρόλο που δεν είναι αμιγώς ένα βιβλίο μαγειρικής, εντούτοις παρακινείς μέσω αυτού τους αναγνώστες να μπουν στην κουζίνα. Εσύ ως μητέρα δυο παιδιών, αναγκαστικά, έχεις κάνει την κουζίνα το βασίλειο σου;
Μου αρέσει πάρα πολύ να μαγειρεύω. Είναι ένα είδος διαλογισμού. Χαλαρώνω, γιατί εκείνη τη στιγμή αφοσιώνομαι στις αισθήσεις, χωρίς να σκέφτομαι. Για μένα είναι μια μορφής δημιουργία. Σαν να φτιάχνω ένα γλυπτό ή να ζωγραφίζω. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι θεωρώ τον εαυτό μου καλύτερο από ό,τι τη μέση Κύπρια μαγείρισσα. Το ότι υπάρχουν συνταγές στο βιβλίο μου ήταν καθαρά ένα «όχημα» για τις ιστορίες μου για τη Κύπρο, καθώς και για την προώθησή των ντόπιων προϊόντων. Γι’ αυτό και ξεκαθαρίζω σε πολλές φάσεις ότι δεν είναι ένα βιβλίο μαγειρικής. Αν κάποιος θα ήθελε να αγοράσει ένα βιβλίο μαγειρικής για τη Κύπρο, σίγουρα, θα πρότεινα μισή ντουζίνα ταλαντούχους σεφ και μάγειρες πριν από εμένα.
Ποιο ήταν το καλύτερο κομπλιμέντο που άκουσες από τα καμάρια σου για τη μαγειρική σου;
Θεωρώ ότι εμείς οι μάνες είμαστε βιολογικά προγραμματισμένες να αισθανόμαστε κάποια επουράνια ηδονή όταν τα παιδιά μας τρώνε. Μάλλον, η μητέρα φύση μάς έφτιαξε έτσι για να μην αφήσουμε τα βλαστάρια μας να πεθάνουν από την πείνα. Τα δικά μου παιδάκια, μου κάνουν κομπλιμέντα, το καθένα βάση της δικής του ιδιαίτερης προσωπικότητας. Ας πούμε ο μικρός, που είναι ένα «φαταουλάκι», τρώει ό,τι του φτιάξω με πάρα πολύ όρεξη και αν το φαγητό δεν μπαίνει αρκετά γρήγορα στο στόμα του, θυμώνει. Ο άλλος, ο μεγάλος αντάρτης μου, που πρέπει να ανάβουμε κεριά και να κάνουμε τάματα για να φάει, αν φάει μέχρι τέλους και με όρεξη κάτι που έφτιαξα, είναι τόσο μεγάλη τιμή για μένα, που είναι σαν να απέκτησα αστέρι Michelin.
Το «Cyprus: Final Tastynation/Σάιπρους: Φάιναλ Τεϊστινέισιον» είναι αφιερωμένο στην Κύπρια γιαγιά σου Αντρικού και την Πολωνέζα γιαγιά σου Wanda. Τελικά, ποια κουζίνα από τις δυο κερδίζει τη «μάχη» στην καρδιά σου; Η κυπριακή ή η πολωνική;
Η πολωνική κουζίνα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καρδιά μου. Είναι μια «νοσταλγική» γεύση που ανακαλεί αυτομάτως συναισθήματα και αναμνήσεις. Για παράδειγμα, όταν τρώω ένα πολωνικό λουκάνικο, σχεδόν μπορώ να μυρίσω φωτιά και καμένο ξύλο. Θυμάμαι, επίσης, την υγρασία της λίμνης και τη δροσιά του δάσους όπου ψήναμε τα λουκάνικα μας μέσα στη νύχτα. Όταν μαγειρεύω κοτόπουλο με μαντζουράνα και βασιλικό - μια συνταγή που συμπεριλαμβάνεται και στο βιβλίο μου- θυμάμαι ότι ήταν το φαγητό που έτρωγα πάντα στις εκδρομές με τον παππού και τη γιαγιά, όταν πηγαίναμε να μαζέψουμε μανιτάρια. Η κυπριακή κουζίνα είναι «κωδικοποιημένη» μέσα στο DNA μου. Δεν αποτελεί ξεχωριστό κομμάτι από εμένα. Όσο και να ταξιδέψω, όσες εντυπωσιακές κουζίνες και αν δοκιμάσω, όσους ξένους γευστικούς «οργασμούς» και αν βιώσω, η κυπριακή κουζίνα είναι αυτή στην οποία θα γυρνάω πάντα. Είναι αυτή που πεθυμώ όταν βρίσκομαι μακριά. Αλλά και κοντά να είμαι, πάλι αυτήν την κουζίνα πεθυμώ.
Για ποια κυπριακή γεύση θεωρείς ότι πρέπει να είμαστε περήφανοι ως λαός;
Δε μπορώ να ξεχωρίσω κάποια. Ειλικρινά, θεωρώ ότι η κουζίνα μας αποτελεί ένα από τα καλύτερα στοιχεία που έχουμε ως λαός. Γι’ αυτό, άλλωστε, επέλεξα συγκεκριμένα αυτό το κομμάτι σαν τον «οδηγό» για τις ιστορίες του βιβλίου μου. Εμείς οι Κύπριοι αγαπούμε τις γεύσεις μας, αγαπούμε να μαγειρεύουμε και φυσικά, λατρεύουμε να τρώμε. Και όλο αυτό, βγαίνει και στο τελικό αποτέλεσμα. Επίσης, ας μην ξεχνάμε πως είμαστε «προικισμένοι» με ένα κλίμα που μας προσφέρει υπέροχα δώρα, φρέσκα, μυρωδάτα και γευστικά προϊόντα, τα οποία αποτελούν και την όλη δομή του βιβλίου μου. Θεωρώ πως αν η κάθε χώρα είχε μια καρδιά, έναν πυρήνα, εμάς σίγουρα θα ήταν η κουζίνα μας!