When They See Us: Η σειρά που θα σε κάνει να κλάψεις
Της Κωνσταντίνας Γεωργίου
Τι το ιδιαίτερο έχει αυτή η σειρά; Πολλά. Ας αρχίσουμε με το ότι είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Συγκεκριμένα, εστιάζει στην ιστορία των περιβόητων "The Central Park Five". Μιας ομάδας πέντε -άγνωστων μέχρι πρότινος μεταξύ τους- νεαρών, ηλικίας 14-16 ετών, που κάποιοι αποφάσισαν να τους στερήσουν βίαια το μέλλον τους. Όχι μόνο αυτό, αλλά τους δείχνουν το πιο σκληρό "πρόσωπο" της ζωής, κάνοντας τους να ωριμάσουν απότομα και ο δρόμος προς την επιβίωση να είναι μονόδρομος.
Και όλα αυτά, όχι επειδή κάποιοι θέλησαν να αποδώσουν δικαιοσύνη, αλλά γιατί ήταν σημαντικότερο να πάρουν τα εύσημα, να σώσουν την καριέρα τους και να βάλουν στη φυλακή τον οποιονδήποτε για τον βιασμό και τον άγριο ξυλοδαρμό μιας λευκής jogger, σε μια εποχή που κυριαρχούσαν τα φυλετικά στερεότυπα. Τραγική ειρωνεία; Η σειρά, παρόλο που προβάλλεται 30 χρόνια μετά, μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ.
Στο "When They See Us" δεν πρωταγωνιστούν ονόματα-"κράχτες". Ασχέτως αν συμμετέχουν σε αυτήν οι καταξιωμένοι Felicity Huffman, Vera Farmiga, Joshua Jackson, Niecy Nash και John Leguizamo και οι ρόλοι τους είναι καθοριστικοί στην εξέλιξή της πλοκής, οι ουσιαστικοί πρωταγωνιστές είναι οι άγνωστοι Jharrel Jerome, Caleel Harris, Marquis Rodriguez, Asante Blackk και Ethan Herisse, που υποδύονται τους πραγματικούς ήρωες της ιστορίας, σε νεαρή ηλικία.
Σε περίπτωση που δε γνωρίζεις σε τι αναφέρομαι, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, αλλά διαβάζεις με δική σου ευθύνη γιατί το ένα spoiler ακολουθεί το άλλο. To 1989, οι Korey Wise, Yusef Salaam, Antron McCray, Raymond Santana και Kevin Richardson, για κακή τους τύχη βρέθηκαν στο Central Park το ίδιο βράδυ και την ίδια ώρα. Μια ομάδα νεαρών ταραχοποιών οδήγησε την Αστυνομία της Νέας Υόρκης να επέμβει για να επιβάλλει την τάξη. Σατανική σύμπτωση, λίγο πιο πέρα, η 28χρονη jogger Trisha Ellen Meili βιάστηκε και ξυλοκοπήθηκε άγρια. Νοσηλεύτηκε για 12 μέρες σε κωματώδη κατάσταση και η αποθεραπεία της ήταν αργή και επώδυνη. To περιστατικό σημειώθηκε σε μια εποχή που ο Τύπος είχε στήσει στον τοίχο την Αστυνομία της Νέας Υόρκης για την αυξημένη εγκληματικότητα. Παρόλο που εκείνη την περίοδο είχε καταγραφεί μια σειρά βιασμών γυναικών προερχόμενες από την αφροαμερικανική κοινότητα, ο βιασμός μιας λευκής, από την αστική τάξη, έγινε άμεση προτεραιότητα για την Αστυνομία, καθώς θεωρούσε ότι μαζί με την εξιχνίαση, θα ανακτούσε και το χαμένο της γόητρο.
Ήταν τόσο απεγνωσμένη, που δε δίστασε να εξασκήσει όλη της την αυστηρότητα -βαρβαρότητα, είναι η πιο σωστή λέξη- πάνω σε πέντε ανήλικους, που είχαν ένα κοινό: Ήταν παιδιά από φτωχές οικογένειες, που δεν είχαν κανένα να τις υπερασπιστεί και να τις βοηθήσει. Οι τέσσερις προέρχονταν από την αφρoαμερικανική κοινότητα και ένας από τη λατινοαμερικανική. Κανένα δεν ένοιαζε εάν αυτά τα παιδιά ήταν φιλήσυχα και δεν είχαν απασχολήσει προηγουμένως τις Αρχές. Η Αστυνομία επιδόθηκε σε ένα "κυνήγι μαγισσών" στη φτωχή και υποβαθμισμένη περιοχή του Harlem, παίρνοντας για ανάκριση δεκάδες ανήλικους.
H Aστυνομία καταπάτησε κάθε ανθρώπινο δικαίωμα αυτών των πέντε παιδιών. Τα είχαν κλειδωμένα για μέρες σε ένα ανακριτικό δωμάτιο, χωρίς νερό και φαγητό και χωρίς την παρουσία του κηδεμόνα τους, αδιαφορώντας παντελώς για το ότι ήταν ανήλικα. Μετά από απειλές, ξυλοδαρμό και την υπόσχεση εάν ομολογήσουν θα επιστρέψουν στο σπίτι τους -υπόσχεση που πίστεψαν ακόμη και οι γονείς τους, όταν κατάφεραν επιτέλους να τα εντοπίσουν- οι ανήλικοι έφηβοι ομολόγησαν ένα έγκλημα που δεν διέπραξαν. Παρά τις αντιφάσεις και το ότι τα παιδιά ήταν συγχυσμένα και φοβισμένα, η Αστυνομία κατέγραψε σε κάμερα τις υποτιθέμενες ομολογίες τους -αυτές οι κασέτες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καταδίκη τους- και η πολιτεία της Νέας Υόρκης τούς οδήγησε σε δίκη.
Τα ΜΜΕ της εποχής "διψούσαν" για αίμα και τους καταδίκασαν με συνοπτικές διαδικασίες, παρόλο που η αφρικανική κοινότητα έκανε λόγο για το προφανές: Τη ρατσιστική προδιάθεση της Αστυνομίας και τις βίες πρακτικές που χρησιμοποίησε για να εξαναγκάσει τις ομολογίες. Στη σειρά, φαίνονται πλάνα από την αμερικανική τηλεόραση της εποχής, στην οποία πρωταγωνιστεί η εκνευριστικά γνώριμη φιγούρα του Donald Trump. Ο νυν Αμερικανός πρόεδρος, που τότε ήταν ένας απλός αργόσχολος πλούσιος επιχειρηματίας, ξόδεψε το ποσό των 85.000 δολαρίων σε διαφημιστικές καταχωρήσεις σε εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, ζητώντας επιτακτικά την επαναφορά της θανατικής ποινής. Δεν είχε αφήσει τηλεοπτική εκπομπή που να μην εμφανιστεί, δηλώνοντας εμφαντικά: "Δε θέλω να τους ψυχαναλύσω, ούτε να τους καταλάβω, θέλω μόνο να τιμωρηθούν". Το ότι οι ρατσιστικές του πεποιθήσεις δε διαφέρουν διόλου με τις σημερινές, η συμπεριφορά του Trump είναι ενδεικτική το πώς αντιμετώπισε η αμερικανική κοινωνία αυτούς τους πέντε εφήβους, άσχετα εάν δεν υπήρχαν καθόλου στοιχεία εναντίον τους, ούτε δείγμα DNA, που να τους τοποθετούσε στον τόπο του εγκλήματος, παρά μόνο οι εκβιαστικές "ομολογίες" τους.
Δες στιγμιότυπο από μια τηλεοπτική εμφάνιση του Donald Trump, που δεν έχασε ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τα πέντε λεπτά δημοσιότητας που θεωρούσε ότι του αναλογούσαν
Οι ανήλικοι εκπροσωπήθηκαν στο δικαστήριο από άπειρους δικηγόρους, που δεν ήταν σε θέση να διαχειριστούν μια τέτοια πρωτοφανή υπόθεση. Ωστόσο, ας είμαστε ρεαλιστές, εκτός ότι οι οικογένειες τους δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια, κανένας μεγαλοδικηγόρος της εποχής δε θα εκπροσωπούσε ποτέ έναν ανήλικο μαύρο που αντιμετώπιζε τις κατηγορίες του βιασμού και της απόπειρας ανθρωποκτονίας μιας λευκής. Και αυτό το γνώριζε καλά η κατηγορούσα Αρχή. Οι ένορκοι αγνόησαν τα προφανή, ότι δηλαδή το θύμα δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τους ανήλικους ως τους δράστες, ούτε κανένας άλλος από όσους βρίσκονταν στο πάρκο εκείνο το βράδυ, αλλά το σημαντικότερο: το δείγμα DNA που εντοπίστηκε στα νύχια του θύματος και το σπέρμα που βρέθηκε σε μια κάλτσα στον τόπο του εγκλήματος, δεν ταυτοποιήθηκαν με κανένα από τα παιδιά.
Οι τέσσερις από τους πέντε, επειδή ήταν κάτω των 16 ετών, οδηγηθήκαν σε αναμορφωτήριο. Παρά τις δυσκολίες, κατάφεραν να επιβιώσουν και να αποφυλακιστούν, για να αντιμετωπίσουν τον κοινωνικό στιγματισμό και αποκλεισμό, τη φτώχεια, τις διακρίσεις και την ταμπέλα του σεξουαλικού παραβάτη. Ο ένας δεν άντεξε την πίεση και ακολούθησε τον εύκολο δρόμο για να βγάλει χρήματα, για να καταλήξει σύντομα και πάλι στη φυλακή, με τις κατηγορίες της εμπορίας και διακίνησης ναρκωτικών. Το 4ο επεισόδιο, που προσωπικά θεωρώ ως το πιο συγκλονιστικό, επικεντρώνεται στην ιστορία του 16χρονου Korey Wise, ο οποίος κατέληξε στη φυλακή αντί σε αναμορφωτήριο, με τον ίδιο να τονίζει σε πολλά σημεία ότι οι άλλοι πήγαν απλώς σε κατασκήνωση. Και αν δεις στη συνέχεια τα όσα βίωσε, δεν έχεις παρά να συμφωνήσεις. Ο Korey Wise είναι ο πλέον άτυχος αυτής της ιστορίας. Ο μόνος λόγος που ακολούθησε τους αστυνομικούς στο τμήμα εκείνη τη μέρα, ήταν για να συνοδεύσει τον 15χρονο κολλητό του, γιατί ήθελε να τον προστατεύσει και να μην τον αφήσει μόνο. Όταν οι αστυνομικοί συνειδητοποιήσαν ότι οι εκδοχές των τεσσάρων δεν έδεναν με τίποτα μεταξύ τους και θα κατέρρεε η υπόθεση στο δικαστήριο, αποφάσισαν να τον πάρουν από την αίθουσα αναμονής όπου βρισκόταν επί ώρες και να τον χρησιμοποιήσουν ως συνδετικό κρίκο. Στη δίκη που ακολούθησε, ήταν εμφανές πως ο Korey αντιμετώπιζε μαθησιακές δυσκολίες και δεν είχε αντιληφθεί τι τον έβαλαν οι αστυνομικοί να υπογράψει. Μάταια, οδυρόταν για την αθωότητά του. Οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου οι υπόλοιποι κρατούμενοι και οι δεσμοφύλακες εξάσκησαν επάνω του όλη τους τη βιαιότητα.
Δες την τότε ομολογία του Korey
Ένα παιδί, αντιμετωπίστηκε ως ένας κοινός εγκληματίας. Για να μπορέσει να επιβιώσει, αναγκάστηκε να εκτίσει μεγάλο μέρος της ποινής του στην απομόνωση. Οι αναμνήσεις ήταν οι μόνες που είχε να του κρατάνε συντροφιά, ενώ ακροβατούσε μεταξύ λογικής και τρέλας. Φύλακας άγγελός του για ένα χρονικό διάστημα, υπήρξε ένας δεσμοφύλακας. Ο μόνος που τον αντιμετώπισε ως παιδί. Σε μια σκηνή, ο Korey τού εξομολογείται ότι του αρέσει που τον αποκαλεί "παιδί μου". Εκείνος τού απαντά πως έχει έναν γιο και αν ποτέ το παιδί του βρισκόταν στην ίδια θέση, θα ήθελε κάποιος να του φερθεί καλά (κάπου εδώ δε σταματάς να κλαις). Ο Korey έρχεται αρκετές φορές αντιμέτωπος με την επιτροπή αποφυλάκισης, αλλά δε λυγίζει στην πίεση που του ασκούν να ομολογήσει το έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκε -προκειμένου να προχωρήσει η διαδικασία- εμμένοντας στην αθωότητά του. Σε ανύποπτη στιγμή, γνωρίζει έναν συγκρατούμενο, με τον οποίο μπλέκει σε καυγά. Μια καθοριστική συνάντηση, όπως θα αποδειχθεί στην πορεία, καθώς εκείνος ήταν ο βιαστής του Central Parκ. Σε μια κρίση συνείδησης, o Matias Reyes αποφασίζει τo 2001 να αναλάβει την ευθύνη των πράξεων του και ομολογεί. Η νέα Εισαγγελέας της Νέας Υόρκης καλείται να εξετάσει εκ νέου την υπόθεση και με έκπληξη διαπιστώνει μια σειρά από εγκληματικές παραλείψεις εκ μέρους της Αστυνομίας. Εκείνο όμως που θα σε εξοργίσει περισσότερο -αφού δεν ξεχνάς στιγμή πως όλα αυτά έγιναν στα αλήθεια- είναι η αντιμετώπιση των όσων είχαν ενεργή ανάμειξη το 1989. Αρνούνται πεισματικά να παραδεχθούν τα λάθη τους και αγνοούν επιδεικτικά την αλήθεια, έχοντας πείσει τους εαυτούς τους για την ενοχή αυτών των παιδιών.
Η λύτρωση για τον Korey έρχεται μετά από 13 χρόνια στις φυλακές ενηλίκων. Σε ηλικία 29 ετών, καταφέρνει επιτέλους να πει και η πολιτεία της Νέας Υόρκης αυτό που ίδιος έλεγε επί χρόνια: Πως είναι αθώος. Η σειρά κλείνει με τους πραγματικούς "The Central Park Five", που παρά τα όσα πέρασαν, χαμογελάνε μπροστά από την κάμερα, γιατί η πολυπόθητη δικαίωση ήρθε, έστω και αργά!
Δες το τρέιλερ της σειράς "When They See Us"
Διάβασε ακόμη:
Ευτυχώς μετά το GOT, υπάρχει το Chernobyl