Μια από τις πιο καινοτόμες σχεδιάστριες του 20ου αιώνα
Γεννημένη στη Ρώμη το 1890, από μια μητέρα αριστοκρατικής καταγωγής και πατέρα επιστήμονα, η SchiaparellI έδειξε από πολύ νωρίς πως ήταν φύσει ανήσυχο πνεύμα. Πήγε για σπουδές φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, αλλά η ερωτική σχέση της με έναν από τους καθηγητές της και το βιβλίο αισθησιακής ποίησης που κυκλοφόρησε, σόκαρε την αυστηρών αρχών οικογένειά της, που την έστειλε εσώκλειστη σε ένα μοναστήρι. Η SchiaparellI , όμως, δεν δέχθηκε αδιαμαρτύρητα την «τιμωρία» της. Προχώρησε σε απεργία πείνας, που οδήγησε την οικογένειά της να τη βγάλει από το μοναστήρι στην ηλικία των 22 ετών, με την ίδια να καταλήγει να εργάζεται ως νταντά στο Λονδίνο. Η βρετανική πρωτεύουσα τη μάγεψε και περνούσε τον περισσότερο χρόνο της σε μουσεία και διαλέξεις.
Σε μια τέτοια διάλεξη, γνώρισε τον Count William de Wendt de Kerlor, τον οποίο ερωτεύτηκε για το πνεύμα και την ευφράδεια του. Ένας έρωτας που κατέληξε σε γάμο και στη γέννησή της κόρης τους, Maria Luisa Yvonne Radha de Wendt de Kerlor -γνωστή ως Gogo Schiaparelli. Σύντομα, μετακόμισαν οικογενειακώς στη Νέα Υόρκη. Εκεί, η SchiaparellI ξεκίνησε να εργάζεται με τη Gaby Picabia, πρώην σύζυγος ενός Γάλλου καλλιτέχνη, του Francis Picabia, ιδιοκτήτη μιας boutique που πουλούσε γαλλικές δημιουργίες στη Νέα Υόρκη. Μέσω αυτού του κύκλου, η SchiaparellI γνώρισε αρκετούς καλλιτέχνες, ανάμεσά τους οι Marcel Duchamp και Man Ray. Όταν ο γάμος της κλονίστηκε από την απιστία του συζύγου της και αναπόφευκτα ακολούθησε το διαζύγιο, η SchiaparellI αποφάσισε να ακολουθήσει τους Picabia και Man Ray στο Παρίσι.
Στην πόλη του φωτός και μητρόπολη της μόδας, η SchiaparellI βρήκε τον δρόμο της, σχεδιάζοντας ρούχα με την ενθάρρυνση του Paul Poiret και το 1927 ξεκίνησε τη δική της επιχείρηση. Η «Schiap», όπως την αποκαλούσαν οι φίλοι της, άρχισε να συναναστρέφεται με μερικούς από τους πιο διάσημους της εποχής, όπως οι Marlene Dietrich, Christian Bérard, Paul Poiret, Greta Garbo και Jean Cocteau.
Η πρώτη της κολεξιόν, αποτελούμενη κυρίως από sweaters με σουρεαλιστικά σχέδια στη λαιμόκοψη -που στην πορεία έγιναν το σήμα-κατατεθέν της- έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση, με ένα από αυτά να επιλέγεται να φιλοξενηθεί στις σελίδες της γαλλικής Vogue. Η ζήτηση για τα sweaters ήταν τέτοια, που η SchiaparellI σύντομα προσέλαβε προσωπικό για να τη βοηθήσει να αυξήσει την παραγωγή. Η αύξηση της δημοτικότητας της, οδήγησε στο άνοιγμα του πρώτου τη καταστήματος, με την ονομασία «House of Schiaparelli». Σύντομα, ήταν σε θέση να λανσάρει την ολοκληρωμένη της συλλογή, με την ονομασία «Pour le Sport» αποτελούμενη από κοστούμια και linen φορέματα. Επιπλέον, σχεδίασε μια φούστα-παντελονάκι που έφερε «επανάσταση», η οποία φορέθηκε από την τενίστρια Lili de Alvarez στο Wimbledon του 1931 και σόκαρε τον κόσμο του τένις.
Το 1931, πρόσθεσε και βραδινά ρούχα στη συλλογή της, επεκτείνοντας την επιχειρηματική της δράση. Την ίδια χρονιά, άνοιξε ακόμη ένα κατάστημα, επί της οδού 21 Place Vendome, που έγινε γνωστό ως το «Schiap Shop».
H SchiaparellI έγινε ακόμη πιο γνωστή χάρη στις συνεργασίες της με καλλιτέχνες όπως ο Salvador Dali και τα πρωτότυπα σχέδια που δημιούργησαν από κοινού. Τα δυο πιο δημοφιλή κομμάτια που φιλοτέχνησε με τον Dali, ήταν το καπέλο-παπούτσι, που συνδύασε με το Tears dress και το Skeleton dress, ένα μαύρο φόρεμα που είχε πάνω του κομμάτια που έμοιαζαν με ανθρώπινα κόκαλα.
Αλλά, δεν ήταν μόνες αυτές οι καινοτομίες της, αφού δημιούργησε το χρώμα της magenta, που έμεινε γνωστό ως το «ροζ της Schiaparelli». Στην αυτοβιογραφία της, εξήγησε πως εμπνεύστηκε τον συγκεκριμένο χρωματισμό από το Cartier διαμάντι μιας φίλης της, της σοσιαλιτέ Daisy Fellowes, περιγράφοντας το ως «φωτεινό, αναζωογονητικό, λες και αντανακλά όλα τα πουλιά και τα ψάρια του κόσμου μαζί, ένα χρώμα που θυμίζει την Κίνα και το Περού, ένα συγκλονιστικό χρώμα, αγνό και αδιάλυτο». Το συγκεκριμένο χρώμα η Schiaparelli» το χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στη συσκευασία του πρώτου της αρώματος, με την ονομασία «Shocking» και στη συνέχεια σε όλη της τη συλλογή.
Άλλωστε, η Schiaparelli ήταν μια καινοτόμα δημιουργός, που έμεινε στην ιστορία της μόδας για πολλές τεχνικές και στιλ, αφού ήταν η πρώτη σχεδιάστρια που έφτιαξε χρωματιστά φερμουάρ που να ταιριάζουν χρωματικά με το υπόλοιπο σύνολο. Ήταν η πρώτη που λάνσαρε τα κουμπιά που έμοιαζαν με καρφίτσες και συνδύασε τη μουσική με την τέχνη στην πασαρέλα.
Όταν η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία το 1939, η Schiaparelli μάζεψε τα πράγματα της και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Επέστρεψε με τη λήξη του πολέμου, για να διαπιστώσει απογοητευμένη πως η μόδα στην Ευρώπη είχε αλλάξει και πλέον όλες οι γυναίκες υποκλίνονταν στο New Look του Οίκου Dior. Έτσι, το 1954 έβαλε λουκέτο στον Οίκο της και την ίδια χρονιά, βρήκε χρόνο να γράψει την αυτοβιογραφία της, με τίτλο «Shocking Life». Στις 13 Νοεμβρίου, του 1973, άφησε την τελευταία της πνοή.
Τον Αύγουστο του 2011, ανακοινώθηκε πως οι Οίκοι Schiaparelli και Miuccia Prada θα ήταν το αντικείμενο μιας μεγάλης έκθεσης του Metropolitan Museum of Art της Νέας Υόρκης, με τίτλο «Elsa Schiaparelli and Miuccia Prada: Impossible Conversations», που άνοιξε τις πύλες της για το κοινό τον Μάιο του 2012. Είχε προηγηθεί το Μάρτιο του 2012, η εγγονή της, Marisa Berenson, η οποία μοιράστηκε με το κοινό τις παιδικές της αναμνήσεις μαζί της. «Σιχαινόταν να την αποκαλούμε γιαγιά, το ίδιο και το όνομά της. Γι΄αυτό και δεν ήθελε να τη φωνάζουν Elsa. Φίλοι και οικογένεια, την αποκαλούσαμε Schiap». Το ίδιο σιχαινόταν τις λευκές κάλτσες, τα φθηνά κοσμήματα, λάτρευε τις πέρλες και συμβούλευε αφοπλιστικά τις γυναίκες: «Ποτέ μην “χωράς” ένα φόρεμα σε ένα σώμα, αλλά εκπαίδευσε το σώμα σου να χωράει στο φόρεμα»!