Thumbnail

Limoncello Deli-Bar: Ένας σουρεάλ γευστικός προορισμός  Limoncello Deli-Bar: Ένας σουρεάλ γευστικός προορισμός 

Μια συζήτηση με τον δραστήριο ιδιοκτήτη του, Ανδρέα Λόρδο, είναι γεμάτη γεύσεις και αρώματα 
Ο Ανδρέας είναι ένας πολυταξιδεμένος άνθρωπος, που ξέρει από καλό φαγητό, ενώ αγαπά και σέβεται την κυπριακή παράδοση. Εξ ου και βάζει με τον τρόπο του το δικό του λιθαράκι στην εξέλιξή της. Η συνεργασία του τον τελευταίο χρόνο με τον πολυβραβευμένο σεφ Νίκο Καραθάνο είναι επιστέγασμα αυτής της προσπάθειας και η απόδειξη ότι δεν επαναπαύεται στα κεκτημένα του, έστω και αν κατάφερε να κάνει τη Δημοτική Αγορά του Αγίου Αντωνίου στη Λευκωσία έναν αγαπημένο dining προορισμό. 

Πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια από τότε που άνοιξες το «Limoncello Deli-Bar». Πώς θα περιέγραφες αυτή τη διαδρομή;

Roller coaster! Ξέρω πως ακούγεται κλισέ, αλλά πραγματικά, έτσι ήταν ακριβώς. Μια ιδιαίτερα έντονη εμπειρία. Όταν άνοιξε το «Limoncello» απαρτιζόταν από μένα, τον μάγειρα και μια καθαρίστρια. Υπήρχαν βραδιές, τις πρώτες εβδομάδες, που κοίταζε ο ένας τον άλλον. Το προσωπικό δικαιολογημένα με ρωτούσε: «Είσαι σίγουρος ότι θα έρθει o κόσμος;». Αλλά επειδή ήμουν τόσο βέβαιος για την επιτυχία του, τους έλεγα να κάνουν υπομονή. Τους ευγνωμονώ για την πίστη και τη συμβολή τους στο να έρθει αυτή η επιτυχία. Μάλιστα, υπήρχαν βραδιές που τηλεφωνούσε ο κόσμος για να κάνει κράτηση και τους έλεγα ευγενικά πως ήμασταν γεμάτοι, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ψυχή στο μαγαζί. Αυτή την πρακτική marketing μού τη δίδαξαν κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στην Αμερική, που τη λες βέβαια και ριψοκίνδυνη. Πολύ σύντομα, ο κόσμος αντιλήφθηκε πως κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό συμβαίνει στην Αγορά Αγίου Αντωνίου και μας στηρίζει θερμά έκτοτε. 

Αν είχες τη δυνατότητα να γυρίσεις πίσω τον χρόνο, θα λειτουργούσες ακριβώς το ίδιο; 

Δεν μετανιώνω για πολλά πράγματα στη ζωή μου. Ακόμη και τα λάθη γίνονται για να μαθαίνουμε μέσα απ’ αυτά και να μην τα επαναλαμβάνουμε. Κάποια λάθη, άλλωστε, είναι μέρος της διαδικασίας του να έχεις ένα εστιατόριο. Είναι όπως ένα μωρό που μεγαλώνει και εξελίσσεται. Το λάθος που θεωρώ ότι έκανα είναι πως προσαρμόστηκα με τα κυπριακά δεδομένα, λόγω της «πίεσης» που αισθάνθηκα από τον περίγυρό μου. Κατά κάποιο τρόπο, έπρεπε να πάω με το ρεύμα. Διαφορετικά, θα έκανα ορισμένες πιο ριζοσπαστικές κινήσεις. 

Δεν ήταν αρκετά ριζοσπαστική η κίνηση να ανοίξεις ένα μαγαζί εντός της Δημοτικής Αγοράς του Αγίου Αντωνίου; Διότι κάποιος θα τη χαρακτήριζε παράτολμη. Εσύ πώς το έβλεπες τότε; 

Είμαι ένας άνθρωπος που τείνει να κάνει πράγματα πέραν του συνηθισμένου. Οπότε, για μένα ήταν μια φυσική εξέλιξη της φιλοσοφίας μου. Πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω στην ενέργεια και τη δυναμική που έχει ένας χώρος. 

Ανδρέας Λόρδος

Πώς σου ήρθε η ιδέα;

Όταν άκουσα ότι ανακαινιζόταν η Δημοτική Αγορά του Αγίου Αντωνίου και πληροφορήθηκα πως ήθελαν να συνδυάσουν επιτέλους το retail με το dining, θεώρησα πως ήταν μια πρωτοποριακή κίνηση για τα δεδομένα της Κύπρου, γνωρίζοντας ότι κάτι αντίστοιχο γίνεται εδώ και πολλά χρόνια στην Ευρώπη. Για μένα ήταν μια ευκαιρία να αξιοποιήσω έναν τεράστιο χώρο, που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα είχε κανένα γαστρονομικό ενδιαφέρον και να δημιουργήσω έναν γευστικό προορισμό. Ήταν ένα στοίχημα που έβαλα με τον εαυτό μου, αντιλαμβανόμενος το ρίσκο που έπαιρνα. Όπως προανέφερα, πιστεύω στην ενέργεια που εκπέμπει ένας χώρος, οπότε ήξερα πως θα ερχόταν τελικά ο κόσμος. 

Ως Λευκωσιάτης, ποια ήταν η πιο έντονη παιδική ανάμνηση που είχες από τη Δημοτική Αγορά; 

Καμία απολύτως. Όπως οι περισσότεροι νέοι της γενιάς μου, γνωρίζαμε ότι τα καθημερινά ψώνια γίνονταν κατ’εξοχήν στις υπεραγορές. Πριν το «Limoncello» δεν έτυχε να επισκεφθώ ποτέ τη Δημοτική Αγορά. Βέβαια, παρόλο που είμαι γεννημένος και μεγαλωμένος στη Λευκωσία, δηλώνω περήφανος Βαρωσιώτης. 

Ποιες ήταν οι πρώτες αντιδράσεις από τον κόσμο; 

Οι πέντε στους δέκα μας έβγαζαν τρελούς. Το πρώτο feedback που εισπράξαμε ήταν ότι ήμασταν γενναίοι που ανοίξαμε ένα εστιατόριο εντός της Δημοτικής Αγοράς. Άτομα που ήταν πιο εξοικειωμένα με το ευρωπαϊκό εναλλακτικό dining experience, εκτίμησαν την κίνησή μας. 

Η αλήθεια είναι πως είναι σουρεάλ το σκηνικό. Τρως και έχεις απέναντί σου απορρυπαντικά.  

Είναι όντως σουρεάλ και υποστηρίζω πως δεν πρέπει να αλλάξει απολύτως τίποτα. Είμαστε ένα ζωντανό κομμάτι της Δημοτικής Αγορά και αυτό προσπαθούμε να το μεταφέρουμε και στον κόσμο. Δεν θέλουμε να την αλλάξουμε, αλλά να την αναδείξουμε και να την εξελίξουμε. Το άλλο προσωπικό στοίχημα που είχα θέσει, ήταν να κερδίσω τους ανθρώπους της αγοράς, οι οποίοι βρίσκονταν για χρόνια εδώ. Οφείλω να ομολογήσω πως μετά από πεντέμισι χρόνια, τα κατάφερα και διατηρούμε άριστες σχέσεις, τόσο σε εμπορικό επίπεδο, όσο και σε φιλικό. Μάλιστα, από τους μεγαλύτερους προμηθευτές μου, οι δυο βρίσκονται εντός της αγοράς. 

Ανδρέας Λόρδος

Κάνοντας ένα σύντομο απολογισμό, πώς θεωρείς ότι έχει καθιερωθεί το «Limoncello» στη συνείδησή του κόσμου; 

Ως ένα value for money εστιατόριο, που προσφέρει μια εναλλακτική γευστική εμπειρία. Είναι ένα περιβάλλον όπου μπορείς να έρθεις όπως είσαι, χωρίς να σκέφτεσαι τι φοράς και ποιος κάθεται δίπλα σου. Ακόμη και κάποιος που έρχεται για πρώτη φορά, αισθάνεται οικεία. Αυτό που λέω πολλές φορές στους συνεργάτες μου: «To “Limoncello” δεν είναι ούτε το μενού, ούτε το φαγητό. Είναι οι άνθρωποι που το απαρτίζουν». Έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε μια οικογενειακή ατμόσφαιρα, την οποία θεωρώ πως είναι αδύνατον να αντιγράψεις. Κατά καιρούς δέχθηκα προτάσεις για συνεργασία και σε άλλες πόλεις. Είναι, όμως, τόσο μοναδικός ο χώρος και η συνολική εμπειρία, που δεν μπορεί να γίνει κάτι αντίστοιχο. 

Πώς φαντάζεσαι την εξέλιξή του «Limoncello»; 

Το «Limoncello» εξελίσσεται καθημερινά. Κλείσαμε ήδη έναν χρόνο συνεργασίας με τον Νίκο Καραθάνο, τον οποίο προσωπικά θεωρώ έναν από τους top-πέντε σεφ της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια. Ήταν μια μεγάλη υπέρβαση εκ μέρους μας η συγκεκριμένη κίνηση, την οποία βλέπεις συνήθως από εταιρείες μεγαλύτερης δυναμικής. Με την ανάπτυξη και του wine & cocktail bar μας, ο χώρος πλέον αποτελεί έναν ολοκληρωμένο προορισμό νυχτερινής εξόδου, και όχι μόνο, καθώς και μια δημοφιλή επιλογή για εκδηλώσεις (οικογενειακές, ιδιωτικές και εταιρικές). Στα σκαριά έχουμε και μια σημαντική ανακαίνιση, καθώς θέλουμε να αναβαθμίσουμε ακόμη περισσότερο τη γευστική εμπειρία που ονομάζεται Limoncello. 

Ποια ήταν η πρώτη αντίδραση του Νίκου Καραθάνου όταν τον προσεγγίσατε για συνεργασία;

Δεν κρύβω πως δυσκολευτήκαμε να τον πείσουμε. Ο Νίκος είναι ένας άνθρωπος που δεν γνώριζε καθόλου την κυπριακή αγορά, αλλά ήθελε πάρα πολύ να κάνει αυτό το άνοιγμα. Πιστεύω πως περισσότερο τον κερδίσαμε εμείς οι ίδιοι ως άνθρωποι και το όραμα που έχουμε για το μαγαζί, το οποίο διαπιστώνει κάθε μήνα ερχόμενος στην Κύπρο. Πλέον, έχουμε «κτίσει μια φιλία και μια σχέση που δεν περιορίζεται στο επαγγελματικό κομμάτι. Το αίσθημα που έχουμε και οι δυο είναι πως αυτή η συνεργασία θα εξελιχθεί και σε άλλους τομείς, καθώς είμαστε μια εταιρεία που διαρκώς έχει νέες ιδέες και βλέψεις στο να μεγαλώσει και να κάνει ακόμη περισσότερα πράγματα. 

Το βασικό κριτήριο για να επιλέξεις να συνεργαστείς μαζί του ήταν επειδή είναι πολυβραβευμένος και μάλιστα έχει κερδίσει αστέρι Michelin ή βλέπεις πέραν από τις διακρίσεις;

Υπάρχουν πάρα πολλοί αξιόλογοι σεφ στην Ελλάδα. Ο Νίκος, όμως, μου έκανε κλικ όταν επισκέφθηκα το εστιατόριο του στην Αθήνα. Η εξέλιξή του Limoncello, όπως τη φανταζόμουν, ήταν να κάνει μια στροφή προς την κυπριακή κουζίνα, πέραν από το burger και το steak, που αποτελούν τα δυνατά του σημεία. Χρησιμοποιώντας υλικά και ιδέες από τον τόπο μας, θέλαμε να δημιουργήσουμε μια ευφάνταστη κουζίνα, που να ξυπνά στον καθένα από εμάς γεύσεις και μνήμες από τα παλιά. Ο τρόπος που λειτουργεί ο Νίκος στην «Κουκουβάγια» και χειρίζεται την ελληνική κουζίνα, ταιριάζει με το δικό μου σκεπτικό. Με κέρδισε η απλότητα των πιάτων του και το «χωρίς φρού-φρού και αρώματα» στιλ του. Είναι ένας πολύ απλός άνθρωπος, σε εισαγωγικά λαϊκό παιδί, που δεν το παίζει grande chef, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να το κάνει. Για μένα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ο χαρακτήρας του ατόμου με το οποίο συνεργάζομαι. 

καραθάνος
Νίκος Καραθάνος 

 

Οι πλείστοι σεφ θεωρούνται ιδιόρρυθμες προσωπικότητες, με την έννοια ότι δεν τους αρέσει να ανακατεύονται στην κουζίνα τους. Το μενού στην περίπτωση του «Limoncello» είναι καθαρά προσωπική υπόθεση του Καραθάνου ή είναι αποτέλεσμα συνεργασίας; 

Θεωρώ πως κανένα μενού δεν είναι αποτέλεσμα ενός ατόμου. Υπάρχουν τα ερεθίσματα και οι ιδέες από πολλές πλευρές. Επιδιώκουμε όποτε έρχεται ο Νίκος να κάνουμε road trips σε όλη την Κύπρο, προκειμένου να γνωρίσει καλύτερα την κυπριακή κουζίνα. Το πιο σημαντικό όταν προσλαμβάνεις έναν επαγγελματία είναι να του δείχνεις εμπιστοσύνη και να τον αφήνεις να φέρει εις πέρας τη δουλειά που του ανέθεσες. Από εκεί και πέρα, ο Νίκος είναι ένας σεφ που έχει τη δική του φιλοσοφία και τις δικές του ιδέες, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν ακούει και δεν σέβεται τη γνώμη των υπολοίπων. Κάνουμε πολλά meetings, κατά τη διάρκεια των οποίων συζητάμε τα πάντα και λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη τις ιδέες και την άποψη του σεφ της κουζίνας μας, Θεόδωρου Ελευθερίου. Το ίδιο ισχύει και για μένα, καθώς εκ φύσεως δυσκολεύομαι να απέχω από οποιοδήποτε συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το φαγητό. Έχω πάθος μαζί του, είναι ένα «μικρόβιο» που είχα ανέκαθεν. Το αντικείμενο των σπουδών μου είναι πάνω στον ξενοδοχειακό τομέα και την εστίαση, ενώ η μαγειρική ανέκαθεν αποτελούσε ένα τεράστιο μέρος της ζωής μου. 

Πώς ξεκίνησε αυτή η αγάπη προς τη μαγειρική; 

Από μικρή ηλικία ταξίδευα μαζί με τους γονείς μου. Το κύριο ενδιαφέρον μας εστιαζόταν στο να γευτούμε τη ντόπια κουζίνα της εκάστοτε χώρας. Η έννοια μου ήταν να αγοράσω ένα βιβλίο μαγειρικής και επιστρέφοντας στο σπίτι, να μου φτιάξει η μητέρα μου τα πιάτα που μου είχαμε δοκιμάσει και μας άρεσαν. 

Ποιος γευστικός προορισμός σού έμεινε πιο έντονα χαραγμένος στη μνήμη;

Δύσκολο να απαντήσω. Θα σου πω, όμως, κάτι πολύ αστείο. Όταν ήμουν μικρός είχα εμμονή με τα burgers. Ήταν η εποχή προτού ανοίξουν τα Μcdonalds στην Κύπρο και έτσι όποτε επισκεπτόμασταν τα εστιατόρια σε Αθήνα και Λονδίνο, έβαζα στη βαλίτσα μερικά Big Mac, για να τα φάω επιστρέφοντας στην Κύπρο (γέλια). Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, η κουζίνα που μου είχε κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η γαλλική. Η δικιά μας κουζίνα είναι απλή. Είναι καθαρά τα υλικά, οι γεύσεις, ο τρόπος προετοιμασίας και ψησίματος. Η γαλλική κουζίνα μού άνοιξε τα μάτια στην τρυφερή ηλικία των 10 ετών. Διαπίστωσα πως υπάρχει βάθος στη μαγειρική. 

Παρ όλα αυτά, όμως, δεν σκέφτηκες να σπουδάσεις το αντικείμενο. 

Μπορώ να πω ευτυχώς που δεν έγινα σεφ, έστω και αν πολλές μπλέκομαι στα πόδια τους στο μαγαζί και «πειράζω» τα πιάτα. Έχουν, όμως, αυστηρές οδηγίες να με διώχνουν από την κουζίνα (γέλια). Είναι αρκετά στρεσογόνο το να είσαι εστιάτορας, οπότε το να ήμουν σεφ, μάλλον θα με έκανε να πεθάνω πριν την ώρα μου. Διότι ως εστιάτορας όσο άγχος και αν έχεις, είναι σημαντικό να ξέρεις πως έχεις στο πλευρό σου ικανούς ανθρώπους, οι οποίοι είναι σε θέση να διεκπεραιώσουν μια δουλειά για σένα και να τους έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη. Αυτή είναι η διαφορά του επιχειρηματία από τον σεφ. Ότι πρέπει κάποια στιγμή να τραβήξεις πίσω και να αφήσεις τους άλλους να δουλέψουν για σένα. Είναι κάτι το οποίο δυσκολεύτηκα και ακόμη δυσκολεύομαι να κάνω. Και αυτός είναι ο λόγος που τσακώνομαι μονίμως με τον Καραθάνο, τον σεφ και τον διευθυντή του «Limoncello». Όλοι μου λένε πως πρέπει να τους αφήσω να κάνουν τη δουλειά τους. Εξ ου κι έχω βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου, το 2018 να είμαι λιγότερο control freak. Αυτή η απόφαση πάρθηκε από κοινού με με τη σύζυγό μου, η οποία είναι θαύμα που δεν με έχει χωρίσει αυτά τα τελευταία πέντε χρόνια που έχω αφοσιωθεί στο «Limoncello». Έχουμε αποκτήσει δυο υπέροχα παιδιά και δεν θέλω το δεύτερο παιδί μου -το οποίο είναι 9 μηνών- να με στερηθεί όσο το πρώτο. Δεν θα το χαρακτηρίσω ως λάθος, αλλά ως μια θυσία που έπρεπε να κάνω. Πλέον, θεωρώ πως έχω την πολυτέλεια να αφιερώσω περισσότερες ώρες στην οικογένεια μου. Το κλειδί είναι να υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ δουλειάς και προσωπικής ζωής. 

Με το μεγαλύτερο παιδί σου, μαγειρεύετε παρέα; 

Συνεχώς. Μάλιστα, παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον και ρωτά συνεχώς για να μαθαίνει. Εντούτοις, δεν μπορώ να πω με απόλυτη σιγουριά πως θα τον συμβούλευα να ασχοληθεί με το αντικείμενο (γέλια). 

Ποια γεύση είναι συνυφασμένη με τα παιδικά σου χρόνια;

Το ψητό κοτόπουλο. Θεωρώ πως είναι ένα από τα πιο υποτιμημένα πιάτα της κουζίνας και παράδοσης μας, παρόλο που είναι διαδεδομένο σε πολλές χώρες και κουλτούρες. Μια απλή συνταγή, χωρίς φανφάρες, που βασίζεται στην ποιότητα των υλικών, τα μυρωδικά και το αργό ψήσιμο. Φαινομενικά είναι ένα εύκολο πιάτο, αλλά μπορεί και να αποτύχει. Άλλο είναι το ψητό κοτόπουλο που έφτιαχνε η γιαγιά μου, άλλο αυτό που φτιάχνει η μητέρα μου και άλλο αυτό που φτιάχνει η σύζυγός μου. Η μυρωδιά από το κοτόπουλο, το κρεμμύδι και το θυμάρι που πλημμύριζε την κουζίνα είναι από τις μνήμες που θα μείνουν για πάντα καταγεγραμμένες στον «σκληρό δίσκο». 

Ανδρέας Λόρδος

Θεωρείς ότι η κυπριακή κουζίνα προσφέρεται για ακόμη μεγαλύτερη εξέλιξη; 

Οπωσδήποτε. Βέβαια, τη σήμερον ημέρα υφίσταται το δίλημμα πού τραβάς τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ παράδοσης και μοντέρνου. Κατά εμένα, δεν τίθεται θέμα αυθεντικότητας. Κάθε κουζίνα εξελίχθηκε με το πέρασμα των χρόνων επειδή κάποιος δεν ήθελε να ακολουθήσει την πεπατημένη και πείραζε μια συνταγή, θέλοντας να προσθέσει την προσωπική του πινελιά. Θεωρώ πως δεν πρέπει να υπάρχουν όρια στην κουζίνα. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, φτάνει να σέβεσαι τα υλικά, τον παραγωγό και τον πελάτη. 

Εσένα ποιο είναι το αγαπημένο σου υλικό; 

Είναι πάρα πολλά… Ο ξηρός κόλιανδρος, η λουβάνα, το σκόρδο που αν περνούσε από το χέρι μου θα τον έβαζα παντού (γέλια), και φυσικά το χαλούμι και η αναρή.  

Από την προσωπική σου εμπειρία, θεωρείς ότι τα εστιατόρια στην Κύπρο βρίσκονται στον σωστό δρόμο, ανεβάζοντας ολοένα και περισσότερο την πήχη; 

Όχι, παρόλο που σημειώνεται πρόοδος από ορισμένους. Θεωρώ ότι τα περισσότερα εστιατόρια στην Κύπρο δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στο ambience, το design και την αισθητική ενός χώρου, παρά στο ίδιο το φαγητό. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί νέοι αξιόλογοι σεφ, οι οποίοι για προσωπικούς λόγους προτίμησαν να καταπιαστούν με ξένες κουζίνες. Θα ήθελα να υπήρχαν περισσότεροι μάγειρες που να δουλεύουν τη δική μας παράδοση, να την πειράξουν και να την αναδείξουν -γιατί όχι;- και στο εξωτερικό. Υπάρχει ένα παράδειγμα, που προσωπικά σέβομαι απεριόριστα. Πρόκειται για τη «Δημιουργική Ταβέρνα Το Πατρικόν». Δεν έχω καταφέρει να την επισκεφθώ ακόμη, αλλά έχω ακούσει τα καλύτερα σχόλια για τον σεφ Κυριάκο Φώκου και τη δουλειά του. Η κυπριακή κουζίνα έχει τεράστιες δυνατότητες. Έχει τόσες πολλές συνταγές που είτε ξεχάστηκαν, είτε χάθηκαν με με το πέρασμα των χρόνων. Συστήνω σε όλους ανεπιφύλακτα να ταξιδέψουν στην Κύπρο για να γνωρίσουν τις γεύσεις και τις παραδόσεις του τόπου  μας. Πολύ φοβάμαι ότι κάποιες συνταγές, κάποια στιγμή, θα εκλείψουν, αν δεν τις μάθει η νεότερη γενιά. Είναι ωραία η πίτσα και τα burgers, αλλά είναι κρίμα οι επόμενες γενιές να μεγαλώσουν μόνο με αυτά και όχι με το κλέφτικο, για παράδειγμα. Είναι από τα φαγητά που είναι αποτυπωμένο στη μνήμη και τα βιώματά μας. Ας εξελίξουμε τα πιάτα μας, ώστε να είναι πιο προσιτά και αρεστά στη νέα γενιά. Θεωρώ πως χάνουμε λίγο το μέτρο. Δεν πρέπει να φοβόμαστε ότι θα μας κατηγορήσουν πως δεν είμαστε αυθεντικοί και ότι δεν τηρούμε την παράδοση. Η παράδοση δεν είναι η συνταγή, αλλά η αγάπη προς το πιάτο και τα υλικά! Αυτό πρέπει να θυμόμαστε… 

Limoncello
H δημιουργική ομάδα του Limoncello 

 

Ποιος είναι ο Νίκος Καραθάνος; 

Μεγάλωσε στη Νέα Ιωνία, σε μια εποχή που υπήρχαν μόνο δυο-τρία μαγαζιά. Μια εποχή που χαρακτηριζόταν από μια αίσθηση ελευθερίας, όπως την περιέγραψε ο ίδιος ο Καραθάνος σε παλαιότερη συνέντευξή του στη Lifo. Έφευγε από το σπίτι του το πρωί και επέστρεφε αργά το βράδυ, ίσα-ίσα για ύπνο. Δεν ήταν ιδιαίτερα καλός μαθητής, του 13 και μετεξεταστέος κλασικά κάθε Σεπτέμβρη. Ήταν όμως πάντα η ψυχή της παρέας. Ήταν ο ροκάς τύπος που άκουγε Τρύπες, Panx Romana στη διαπασών, Παύλο Σιδηρόπουλο, Pink Floyd, με μακριά τσουλούφια, φλάιερ μπουφάν γεμάτα καρφίτσες και Dr Martens. Στις κόντρες έμπαινε πάντα μπροστά και υπήρχαν φορές που τα πράγματα ζόριζαν. Ο ίδιος παραδέχεται πως γλύτωσε από τις ασχήμιες, χάρη στη μαγειρική. Με την οποία «έμπλεξε» από τύχη. Όταν απολύθηκε από τον στρατό, δούλευε μαζί με τον πατέρα του. Αλλά, του ήταν αβάσταχτο να ξυπνάει ξημερώματα για να βάζει πλακάκια. Στους τρεις μήνες, τα είχε παρατήσει. Την ίδια εποχή είχε αρχίσει το επάγγελμα του μάγειρα να γίνεται δημοφιλές. Κάπως έτσι, αποφάσισε να γραφτεί σε μια σχολή μαγειρικής. Τότε ανακάλυψε το πάθος του! Αυτό ήταν. Ακολούθησε μια ζηλευτή πορεία. Μαθήτευσε πλάι στον Λευτέρη Λαζάρου και συνεργάστηκε επί 9 χρόνια με τον Αποστόλο Τραστέλη, της φηφισμένης Σπονδής . Κοντά του πήρε και το πρώτο αστέρι Michelin, προτού ακόμη κλείσει τα 28. Ένα άλλο μεγάλο σχολείο της καριέρας του υπήρξε η Ηytra. Παρά τους χρυσούς σκούφους και το δεύτερο αστέρι Michelin στα 32 του, ο ίδιος δηλώνει πιστός ακόλουθος της ελληνικής κουζίνας, στην οποία γουστάρει -όπως λέει εμφαντικά- την απλότητά της, συπληρώνοντας πως αν δεν καταλάβεις πρώτα τον εαυτό σου, τα υλικά του τόπου σου και την αξία τους, αν δεν έχουν καεί τα χέρια σου και αν δεν έχεις δουλέψει δίπλα σε σοβαρούς ανθρώπους, δεν γίνεσαι σεφ. Και ο Νίκος Καραθάνος τα έχει κάνει όλα και με το παραπάνω! Με την κυπριακή κουζίνα ήρθε πρώτη φορά σε επαφή ένεκα της συνεργασίας του με το Limoncello, αναφέροντας χαρακτηριστικά στο MyLife«Δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην ελληνική και την κυπριακή κουζίνα, καθώς είμαστε ο ίδιος λαός, τόσο στο θέμα της φιλοξενίας, όσο και του φαγητού. Υπάρχουν, βέβαια, κάποιες διαφορές, όπως για παράδειγμα το ότι εσείς στην Κύπρο αγαπάτε να χρησιμοποιείτε στα πιάτα σας τον ξηρό κόλιανδρο. Θεωρώ πως η κυπριακή κουζίνα προσφέρεται για τεράστια εξέλιξη, αλλά θα πρέπει πρώτα οι μάγειρες στην Κύπρο να συνειδητοποιήσουν ότι για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να στηρίξουν την παράδοσή τους. Όλες οι σπουδαίες κουζίνες στον κόσμο εξελίχθηκαν γιατί στήριξαν τη δική τους ιστορία. Δεν έχουμε τίποτα να ζηλέψουμε από άλλες κουζίνες. Αρκεί απλώς να το πιστέψουμε και να ταξιδέψουμε. Προσωπικά, από τα ντόπια υλικά έχω πάθει έρωτα με το κολοκάσι! Μπορείς να το συνδυάσεις με τα πάντα και να το μαγειρέψεις όπως εσύ πιστεύεις, πάντα όμως με σεβασμό στην παράδοση. Προς το παρόν, δεν έχω ξεχωρίσει κάποιο πιάτο, εκτός από διάφορα υλικά, όπως η κουλούμπρα, που πλέον δεσπόζει στο μενού της Κουκουβάγιας!»

Φωτογραφίες Νίκου Καραθάνου και σεφ του Limoncello: Μάριος Ιωσηφίδης 

 

Home